- φολίδα
- η / φολίς, -ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένωννεοελλ.1. μεταλλικό έλασμα2. ιατρ. μικρό πετάλιο επιδερμίδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, κν. λέπιαρχ.1. στίγμα στην επιφάνεια τής δοράς λεοπάρδαλης ή πάνθηρα και, γενικότερα, κάθε στίγμα2. ιατρ. είδος επιδέσμου3. φρ. «φολὶς λιθοκόλλητος» — διακόσμηση με ψηφίδες (Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται συνήθως με τον, επίσης αβέβαιης ετυμολ., τ. φελλός και τα ρωσ. bolona «έκφυμα πάνω σε δένδρο, περικάρπιο» bolon' «τρυφερός φλοιός», τσεχοσλ., βουλγ. blana και ρουμ. blană «δορά, γούνα» (για τον τρόπο σχηματισμού τής λ. με φωνήεν -ο- τής ετεροιωμένης βαθμίδας και κατάλ. -ίς, -ίδος, πρβλ. λοπίς «λέπι ψαριών»: λέπω), βλ. και λ. φελλός. Με τη λ. φολίς συνδέονται πιθ. και οι τ. φόλλιξ*, φόλυς*].
Dictionary of Greek. 2013.